έντονος

έντονος
-η, -ο (AM ἔντονος, -ον)
εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα»)
2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος»)
αρχ.
1. τεντωμένος
2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης
3. ικανός («ἔντονος ῥήτωρ»)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντονος
ο τόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”